- δακτυλοφασία
- ημέθοδος που χρησιμοποιείται από τους κωφάλαλους για να συνεννοούνται μεταξύ τους με κινήσεις τών δακτύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -φασία < -φᾰτος < φᾰ-, εξασθενημένη βαθμίδα τού φημί (πρβλ. αφασία, διφασία κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.